- πωματίζει
- πωματίζωpres ind mp 2nd sgπωματίζωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρινευρυντήρας — ο, Ν ιατρ. α) εργαλείο για τη διαστολή τών ρουθουνιών τής μύτης β) κύστη που πωματίζει τά ρουθούνια σε περιπτώσεις ρινορραγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ευρύνω + επίθημα τήρας] … Dictionary of Greek